- φαλαγγιτικος
- φαλαγγιτικόςφᾰλαγγῑτικός3строящийся по фалангам, т.е. линейный, пехотный
(σπεῖρα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σπεῖρα Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαλαγγιτικός — φαλαγγιτικός, ή, ό και φαλαγγίτικος, η, ο ο σχετικός με το φαλαγγίτη (βλ. λ.): Φαλαγγίτικη τρομοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλαγγιτικός — ή, ό / φαλαγγιτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [φαλαγγίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῑραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.) νεοελλ. φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» πιστωτικά… … Dictionary of Greek
φαλαγγιτικήν — φαλαγγιτικός armed like the phalanx fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)